σχιστόλιθοι

σχιστόλιθοι
Κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, που έχουν προέλθει από τη μεταμόρφωση άλλων πετρωμάτων, είτε εκρηξιγενών (ορθο-σχιστόλιθοι), είτε ιζηματογενών (παρασχιστόλιθοι). Κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σ. είναι η σχιστότητα, η παράλληλη δηλαδή διάταξη των ορυκτολογικών στοιχείων, ειδικότερα των φυλλωδών και ινωδών συστατικών, και η κρυσταλλικότητα, η επικράτηση δηλαδή, τουλάχιστον στους θεμελιώδεις τύπους, «κρυσταλλικών» στοιχείων, που αναγνωρίζονται με γυμνό οφθαλμό ή με φακό. Η προέλευση των σ. υπήρξε για πολύ καιρό αιτία συζητήσεων και διαφωνιών. Σήμερα θεωρείται ως πιθανότερο ότι οι σ. σχηματίστηκαν με την επίδραση ενός συνδυασμού γεωλογικών διεργασιών. Συνοπτικά, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι σ. προήλθαν από: α) μεταμόρφωση επαφής (ή έγχυσης), με αποτέλεσμα την ανακρυστάλλωση και το σχηματισμό, συχνά, νέων ορυκτολογικών συστατικών· β) δυναμοθερμική μεταμόρφωση, που καθορίζεται από ισχυρή πίεση, εξαιτίας του βάθους των πετρωμάτων, από υψηλή θερμοκρασία και παρουσία νερού· γ) δυναμομεταμόρφωση (τεκτονική ή διαστροφική μεταμόρφωση), που καθορίζεται από τις τεκτονικές κινήσεις των πετρωμάτων, με βασικό παράγοντα την πίεση, προς μία μόνο κατεύθυνση (*μεταμόρφωση). Ο σχηματισμός των σ. γίνεται συνήθως στις μέσες θερμοκρασίες (μεσοζώνη), αλλά και στις υψηλές (καταζώνη), ενώ στην επιζώνη (χαμηλές θερμοκρασίες) σχηματίζονται κυρίως οι ημιμεταμορφωμένοι φυλλίτες και ο σερικιτικός σ. Ανάλογα με την ορυκτολογική τους σύσταση, οι σ. χωρίζονται σε ομάδες και παίρνουν την ονομασία τους από το δευτερεύον ορυκτό που υπάρχει σε μεγαλύτερη ποσότητα. Η μεγάλη κλίμακα ποικιλιών των σ. κάνει δύσκολη τη συστηματική τους κατάταξη. Η διάκριση των σ. από τα άλλα κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα είναι δύσκολη, γιατί υπάρχουν πάντα ενδιάμεσοι τύποι πετρωμάτων, όπως οι γνευσιοσχιστόλιθοι, οι πρασινοσχιστόλιθοι κλπ. Γενικά, οι σ. διακρίνονται από τους φυλλίτες από το μέγεθος των ορυκτολογικών τους μονάδων (κυρίως του χαλαζία και του μαρμαρυγία), που στους φυλλίτες παρρυσιάζονται λεπτόκοκκοι, καθώς και από την ασθενέστερη μεταμόρφωση των φυλλιτών, ενώ από τους γνεύσιους διακρίνονται από την ισχυρή μεταμόρφωση που εμφανίζουν τα πετρώματα αυτά και από την παρουσία άφθονων αστρίων που ή απουσιάζουν ή είναι σε μικρή ποσότητα στους σ. Στην Ελλάδα, οι σ. παρουσιάζουν γενικά μεγάλη εξάπλωση σε πολλές περιοχές και μάλιστα στις ζώνες των κρυσταλλοπαγών μαζών της χώρας. Οι σ. χρησιμοποιούνται στη δομική, ειδικότερα οι μαρμαρυγιακοί. Μικροφωτογραφία τμήματος σχιστόλιθου. Βιταμινούχος σχιστόλιθος. Ταλκτικός σχιστόλιθος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • σχιστόλιθος — Ημιορεινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 250), στην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σιδηροκάστρου. * * * ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι σχιστόλιθοι (πετρογρ.) κρυσταλλικά πετρώματα που παρουσιάζουν, μακροσκοπικά, έντονα… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • Πεντέλη ή Πεντελικό — Βουνό της Αττικής, το δεύτερο σε ύψος (1.107 μ.) μετά την Πάρνηθα (1.410 μ.), στα ΒΔ του λεκανοπεδίου των Αθηνών, το οποίο και περικλείει μαζί με το Αιγάλεω, την Πάρνηθα και τον Υμηττό. Ουσιαστικό στοιχείο του απαράμιλλου αττικού τοπίου, η Π.… …   Dictionary of Greek

  • Παρνασσός — I Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρών Ηραίας. II Όρος της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται με ΒΔ ΝΑ διεύθυνση στα όρια των νομών Βοιωτίας, Φωκίδας… …   Dictionary of Greek

  • άργιλος — Πέτρωμα που σχηματίζεται συνήθως από την απόθεση των πιο λεπτομερών υλικών που αιωρούνται μέσα στο νερό. Αυτά τα πάρα πολύ μικρά τεμαχίδια προέρχονται από την αποσάθρωση διαφόρων πετρωμάτων, που περιέχουν κυρίως ένυδρα πυριτικά ορυκτά του… …   Dictionary of Greek

  • δάπεδο — Η διαμορφωμένη βατή επιφάνεια οποιουδήποτε κλειστού, υπαίθριου ή ημιυπαίθριου χώρου, εκτός από τις οδούς και τις πλατείες, για τις οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως οι όροι οδόστρωμα κατάστρωμα. Η φυσική επιφάνεια του εδάφους αποτελούσε πάντοτε και… …   Dictionary of Greek

  • δυναμομεταμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει τις βαθιές οριστικές μεταβολές που προκαλούνται στα πετρώματα της επιζώνης της λιθόσφαιρας και οφείλονται κατά κύριο λόγο στον παράγοντα πίεση, η οποία προκαλείται ως συνέπεια των ισχυρών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”